- πρεσβῦτις,-ιδος
- + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,14old women
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… … Dictionary of Greek